Δημήτρης Πούλιος, αρχιτέκτων μηχανικός, μέλος του σχήματος #block_tee Αριστερή Κίνηση Εργαζόμενων & Ανέργων Μηχανικών (αναδημοσίευση από Κ-lab)
white elephant:
(NOUN) a possession that is useless or troublesome,
especially one that is expensive to maintain or difficult to dispose of
Φήμες λένε ότι μια μέρα πριν την γέννηση του Βούδα, ένας λευκός ελέφαντας κατέβηκε από τους ουρανούς και έδωσε ένα λουλούδι στη μητέρα του. Κάπως έτσι, αυτά τα ιδιαίτερα εντυπωσιακά ζώα έγιναν ιερά στο βασίλειο του Σιάμ, δεν χρησιμοποιούνταν στις εργασίες ενώ έπρεπε να τους φροντίσεις, κάτι το οποίο οφείλουμε να πούμε πως ήταν ιδιαίτερα δαπανηρό. Όταν οι βασιλείς του Σιάμ ήταν ευχαριστημένοι με έναν αυλικό τους, του κάνανε δώρο έναν λευκό ελέφαντα μαζί με χρήματα, γη και προσωπικό για να τον φροντίζει. Κάπου όμως στα 1850, ο Ράμα ο Πέμπτος της δυναστείας Τσάλκι είχε νευριάσει με έναν αυλικό του. Για να τον τιμωρήσει, του δώρισε ένα λευκό ελέφαντα, χωρίς όμως χρήματα, γη ή κάποια υποστήριξη για την συντήρησή του. Ο άτυχος αυλικός μη μπορώντας να αντέξει το κόστος πολύ σύντομα πτώχευσε, η οικογένειά του τον έδιωξε και πέθανε μόνος και φτωχός μετά από κάποια χρόνια ενώ ο λευκός ελέφαντας επέστρεψε στην αυλή του Ράμα του Πέμπτου. Κάπως έτσι ο λευκός ελέφαντας από κάτι ιερό και εντυπωσιακό έγινε ένα δώρο που δε το θέλει κανείς και καμιά, κάτι ακριβό να το συντηρήσεις και δύσκολο να απαλλαγείς από αυτό.
Από το Βασίλειο του Σιάμ οι λευκοί ελέφαντες έφτασαν και στις μητροπόλεις της Δύσης. Στην πολεοδομία ο όρος χρησιμοποιείται για να περιγράψει τα εντυπωσιακά έργα και αναπλάσεις, ιδιαίτερα των προηγούμενων δεκαετιών της οικονομικής έκρηξης, που τώρα έχουν αποτύχει και η συντήρησή τους είναι πολύ δύσκολη.
Το καλοκαίρι του 2016, στο τέλος της Συγγρού στο Φάληρο, η Αθήνα φαίνεται πως απέκτησε τον δικό της λευκό ελέφαντα.
Το Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος (ΚΠΙΣΝ) σε σχέδια του Ρέντσο Πιάνο, το δώρο του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος (ΙΣΝ) στο Ελληνικό Δημόσιο, η νέα έδρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής (ΕΛΣ) και της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος (ΕΒΕ) άνοιξε στο κοινό. Η ιστορία γύρω από την επένδυση του ΙΣΝ είναι πλέον γνωστή και χαρακτηριστική του τρόπου με τον οποίο ιδιωτικά ιδρύματα ελέγχουν το χώρο του πολιτισμού στη χώρα και ταυτόχρονα της μεθοδολογίας με την οποία το ελληνικό κράτος αντιμετωπίζει τον σχεδιασμό της πολιτιστικής υποδομής.
Από το 2006, το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος έψαχνε χώρο για τη μεγάλη δωρεά του στο χώρο του πολιτισμού. Ήδη το Ίδρυμα Ωνάση είχε ξεκινήσει τις εργασίες στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, οπότε ο ανταγωνισμός μεταξύ των ιδρυμάτων ήταν μεγάλος. Μετά από διαπραγματεύσεις με την τότε κυβέρνηση Καραμανλή βρέθηκε ο χώρος του πρώην Ιπποδρόμου στο Φάληρο. Μέχρι σήμερα δεν είναι ξεκάθαρο με ποια λογική επιλέχθηκε η συγκεκριμένη περιοχή για την χωροθέτηση της σημαντικότερης πολιτιστικής υποδομής της Αθήνας. Η έκταση βρισκόταν στην άκρη της πόλης, μακριά από το κέντρο όπου συνήθως συναντάμε τέτοιου είδους εγκαταστάσεις. Η πρόσβαση με τα ΜΜΜ είναι μέχρι και σήμερα ιδιαίτερα προβληματική και στην ουσία περιορίζεται στα ΙΧ. Το σημαντικότερο βέβαια είναι ότι ο ίδιος σχεδιασμός της Αθήνας μέσα από το Ρυθμιστικό Σχέδιο δεν προέβλεπε μια τέτοιου μεγέθους ανάπτυξη. Αλλά τα Ρυθμιστικά Σχέδια είναι για να τροποποιούνται όταν προκύπτουν ιδιαίτερες συνθήκες. Έτσι η περιοχή παραχωρήθηκε και οι συντελεστές άλλαξαν με τέτοιο τρόπο που να εξυπηρετούν την επένδυση.
Το καθεστώς παραχώρησής και οι ρυθμίσεις ορίστηκαν με τον Ν. 3785/2009. Έχουν γραφτεί αρκετά για τη σύμβαση και το οικονομικό πλαίσιο διαχείρισης του ΚΠΙΣΝ*. Παρά τις πρόσφατες δηλώσεις του Πρωθυπουργού και τα όσα υποστηρίζει το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος είναι μάλλον δύσκολο να βρει τα κονδύλια η ΕΛΣ και η ΕΒΕ για να νοικιάσει το χώρο (όπως προβλέπει η σύμβαση) και ακόμη πιο δύσκολη η συνολική συντήρηση των εγκαταστάσεων και υποδομών από το Ελληνικό Δημόσιο. Τέτοιου είδους πολιτιστικές υποδομές στηρίζονται συνήθως ανεξάρτητα από την δική τους δυνατότητα για κερδοφορία, είτε ανήκουν σε δημόσιους, είτε σε ιδιωτικούς φορείς. Πως θα μπορούσε άλλωστε η Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος να είναι κερδοφόρα;
Αλλά το ζήτημα δεν είναι απλά να δούμε αν η δωρεά είναι πράγματι δωρεά ή να αν κρύβεται κάποιο σχέδιο πίσω από τις δράσεις ενός συγκεκριμένου Ιδρύματος. Ο διάλογος για το μέλλον του ΚΠΙΣΝ οφείλει να ενταχθεί στο γενικότερο ερώτημα για το τι κάνουν οι πόλεις με τις δημόσιες και πολιτιστικές υποδομές τους μέσα στο γενικότερο πλαίσιο της κρίσης και των πολιτικών λιτότητας. Και αυτό δεν είναι μόνο ένα ελληνικό πρόβλημα.
Η πόλη των Τεχνών και των Επιστημών στη Σεβίλλη
Το 2014 ο Δήμος της Σεβίλλης ανήμπορος να στηρίξει οικονομικά την Πόλη των Τεχνών και της Επιστήμης (Ciudad de las Artes y las Ciencias) σχεδιασμένη από τον Σαντιάγκο Καλατράβα, θα κινηθεί νομικά εναντίον του αρχιτέκτονα για τις προδιαγραφές συντήρησης του έργου μετά από την κατάρρευσή ενός τμήματος της οροφής του Palau de les Arts, αλλά και για το γεγονός ότι η πόλη τελικά δεν ωφελήθηκε από το συγκεκριμένο έργο και την αρχιτεκτονική του που κρίθηκε υπερβολική και ακριβή. Στην Αγγλία οι δεκάδες γκαλερί, μουσεία και χώροι τέχνης που χτίστηκαν τις τελευταίες δεκαετίες στις μικρές μεταβιομηχανικές πόλεις αντιμετωπίζουν σημαντικά οικονομικά προβλήματα. Το τι θα γίνει με αυτή την κληρονομιά των πολιτιστικών υποδομών όπως το Public στο Γουέστ Μπρομγουίτς, την New Art Gallery στο Γουαλσολ, το National Centre for Popular Music στο Σέφιλντ κ.α., είναι ένα σημαντικό θέμα. Η λύση είναι ή κλείσιμο ή αλλαγή κατεύθυνσης συνήθως μέσα από την ιδιωτικοποίηση. Για τους συντηρητικούς στην Αγγλία, που πιέζουν σε μια τέτοια λογική, δεν υπήρχε καν λόγος να υπάρχουν εξ αρχής κέντρα τέχνης στις μικρές περιφερειακές πόλεις – δεν χρειάζεται άλλωστε οι φτωχοί να βλέπουν περφορμανς. Αυτά τα πράγματα είναι μόνο για το Λονδίνο. Για το ελεγχόμενο από τους Σοσιαλιστές και την Αριστερά Δημοτικό Συμβούλιο της Σεβίλλης, τα χρήματα θα έπρεπε να πάνε σε άλλες κατευθύνσεις και όχι σε κτίρια που αποδίδουν λίγο στην πόλη. Αλλά πως αξιολογείται η προσφορά στη πόλη μιας πολιτιστικής εγκατάστασης; Πως μετριέται; Με ποια μεγέθη; Και είναι πράγματι αυτή η κριτική ένας ριζοσπαστικός λόγος για την πόλη και τον σχεδιασμό;
Public στο West Bromwich
Εδώ πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεχτικοί.
Όπως και άλλου έτσι και στην περίπτωση του ΚΠΙΣΝ τα επιχειρήματα για πιο σωστή διαχείριση των ελάχιστων διαθέσιμων πόρων μπορεί και να είναι σε γενικές γραμμές σωστά. Πού όμως πρέπει να βάζουμε τα όρια; Η τοποθέτηση ότι δεν πρέπει να έχουμε ωραία πράγματα – ότι σε αυτό το οικονομικό πλαίσιο οι εντυπωσιακές υποδομές, οι ωραίοι δημόσιοι χώροι, τα μουσεία και οι γκαλερί είναι σπατάλη δημόσιου χρήματος δεν είναι απαραίτητα ένα προοδευτικό αίτημα. Ένα πλαίσιο διεκδίκησης που αντιπαλεύει την λιτότητα και διεκδικεί δημόσιες παροχές και υποδομές σε επίπεδο υγείας, παιδείας και πρόνοιας δεν μπορεί να αδιαφορεί ή να θεωρεί πολυτέλεια των πλουσίων το πολιτισμό και τους δημόσιους χώρους. Το ΚΠΙΣΝ είναι στην ουσία ένας υψηλής ποιότητας ανοιχτός δημόσιος χώρος σε μέγεθος που αγγίζει τον Εθνικό Κήπο. Ο μετασχηματισμός που έχει οδηγήσει στην ποιότητα του δομημένου περιβάλλοντος για την ευρύτερη περιοχή της Καλλιθέας είναι πολύ σημαντικός και ήδη κάτοικοι και επισκέπτες το έχουν αγκαλιάσει. Ακόμη και πάντα κλειστές να είναι οι κτιριακές εγκαταστάσεις του ΚΠΙΣΝ το πάρκο είναι μια από τις σημαντικότερες και αναγκαίες υποδομές ανοιχτών χώρων που έχει γνωρίσει η Αθήνα τα τελευταία χρόνια. Η υπεράσπιση του δημόσιου χαρακτήρα του είναι καθήκον και στόχος διεκδίκησης.
Επιπλέον όταν η κριτική περιορίζεται σε θέματα αναγκαιότητας, διαχείρισης και οικονομικού πλαισίου και απουσιάζει η προσπάθεια μιας εναλλακτικής αφήγησης είναι τότε που το ζήτημα του σχεδιασμού (του τι τελικά θα φτιαχτεί) εξοστρακίζεται από το δημόσιο διάλογο. Είναι εκείνη η στιγμή που δημιουργείται η στρεβλή εντύπωση πως αυτό είναι ένα θέμα των ειδικών, των τεχνικών και των διεθνούς φήμης αρχιτεκτόνων, που έχουν το τελικό λόγο για όλα. Ο Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν περιγράφει χαρακτηριστικά αυτό το αίσθημα απόγνωσης και ήττας, όσον αφορά το κίνημα στην περίπτωση της Βαρκελώνης των Ολυμπιακών Αγώνων.
«Πού είναι οι κοινωνικές πολιτικές που θα διέγραφαν της ανισότητες μεταξύ Βορρά και Νότου και βρίσκονται μέσα στην ίδια πόλη; Πού είναι η δέσμευση για τις υποδομές και την πολιτισμική διαφορετικότητα σε αντίθεση με τις σπατάλες; Ποιος θα τιθασεύσει την «αγοραία» πόλη; Αλλά κάποιος δεν μπορεί να γράφει αυτή τη λίστα απογοήτευσης και υποψιών δίχως να καταναλώνεται από τον τρομερό φόβο ότι θα φανεί γελοίος… Όταν το μελλοντικό Ολυμπιακό Χωριό καταλήγει να είναι ένα ακτινωτό κέντρο ανάπτυξης πάνω σε μίλια μετά από μίλια εργατικών κατοικιών, κανείς δεν θα ρωτήσει πώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά»*
Αλλά πέρα από το αίτημα της χρησιμότητας σε περίοδο κρίσης και το θέμα του σχεδιασμού μήπως στην τελική δεν «αξίζουμε» και τέτοιες υποδομές;
Στην αρκετά σωστή κριτική του Guardian* πριν λίγους μήνες που στην επένδυση του ΙΣΝ, όπου πέρα από όλα τα άλλα χαρακτήριζε το ΚΠΙΣΝ «Παρθενώνα της Λιτότητας», υπήρχε ένας «αέρας» σχολιασμού ότι οι Αθηναίοι πρέπει να καταλάβουν ότι η φτώχεια και η λιτότητα δεν μπορεί να έχει καλοπέραση – Αυτά είναι για τις πλούσιες χώρες. Αλλά αυτή η ιδιότυπη πολιτισμική νεοαποιοκρατική αφήγηση ενισχύει συντηρητικά αντανακλαστικά και αποδοχή μιας ντε φάκτο κατάστασης που θα οδηγήσει στην ιδιωτικοποίηση. Ο φιλελεύθερος τύπος άλλωστε από την αρχή τονίζει την αναγκαιότητα το ΙΣΝ να «προστατέψει» την επένδυσή του από το Ελληνικό Δημόσιο.
Ας σκεφτούμε τότε ένα μέλλον των πόλεων όπου το υπερβολικό, το εντυπωσιακό και το ωραίο θα είναι είτε ένα προνόμιο των ελιτ, αντικείμενο διαχείρισης των ιδιωτών ή δεν θα υπάρχει; Οι καλές δημόσιες υποδομές και κτίρια – ακόμη και οι πιο εντυπωσιακές – οι καλά σχεδιασμένοι δημόσιοι χώροι πρέπει να είναι δικαίωμα όλων και αντικείμενο διεκδίκησης.
*Για το θέμα της σύμβασης του Ελληνικού Δημοσίου με το ΙΣΝ διαβάστε το αρκετά κατατοπιστικό άρθρο του Press Project. Τα λόγια του Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν τα βρήκαμε στο Urban Change and the European Left: Tales from the New Barcelona του Donald McNeill. Ο Guardian αναφέρθηκε στο ΚΠΙΣΝ σε άρθρο του Oliver Wainwright.